Ιωαννοτόκος

Ιωαννοτόκος
Ἰωαννοτόκος, -ον (Μ)
το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἰωαννοτόκος
(για την Ελισάβετ) αυτή που γέννησε τον Ιωάννη τον Πρόδρομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰωάννης + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο-τόκος, αωρο-τόκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”